χαλίκωση

χαλίκωση
η, Ν
1. επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια
2. ιατρ. είδος πνευμονοκονίασης, επαγγελματική νόσος τών πνευμόνων που προκαλείται από την εισπνοή μεγάλης ποσότητας σκόνης ασβεστίου ή πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chalicosis, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. χαλίκωσις, από το 1878 στον Γ. Βάφα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλίκωση — η 1. η επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια. 2. ασθένεια των πνευμόνων που οφείλεται στην εισπνοή μεγάλης ποσότητας από τη σκόνη χαλικιών, πνευμονοκονίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”